Friday, December 31, 2010

book 15 | at the bookstore

Και πάντα βγαίνει έξω να καπνίσει ένα τσιγάρο.
Της αρέσουν οι ιστορίες.

words: y.sk



hit the ' play ' button:
words: Samuel Beckett ' Happy Days ' 
photos & collage: y.sk




Sunday, December 26, 2010

book 14 | bella's dream

photo: from the film ' the notebook '


hit the ' play ' button:



Κολυμπούσαμε τέσσερα άτομα σε ήρεμη απογευματινή θάλασσα όταν ξαφνικά άρχισε να φουσκώνει. Οι δύο γύρισαν προς την ακτή. Οι άλλοι δύο μείναμε λίγο στάσιμοι να πάρουμε μια ανάσα πριν επιστρέψουμε. Είχαμε φοβηθεί αλλά δεν το μοιραστήκαμε. Στο σημείο που βρισκόμασταν η θάλασσα ήταν διάφανη σαν πισίνα. Λίγο πιο δίπλα και μέχρι την ακτή, ήταν άγρια. Κοίταξα κάτω και είδα κάποιον να κάθεται στο βυθό, οκλαδόν, σα να περιμένει κάτι. Βούτηξα το κεφάλι μου μέσα να δω καλύτερα, τα μάτια του ήταν κλειστά. Δεν κατάλαβα αν ήταν πνιγμένος. Ούτε ήξερα πως βρέθηκε εκεί, δεν είχε έρθει μαζί μας. Εμείς για μπάνιο είχαμε πάει στην αγαπημένη μου παραλία, οι άλλοι δεν την ήξεραν, εγώ τους πήγα με τ' αυτοκίνητο.
Έβγαλα το κεφάλι μου απ' το νερό και με μισή ανάσα είπα 'Εί-εί-ναι ο Χ-ρή-στος !! Ο δ.. είν...' . 
'Άσ' τον. Πάμε πίσω.' είπε η παρέα μου. Αρχίσαμε να κολυμπάμε. Σκεφτόμασταν και οι δύο τις ίδιες σκέψεις σκόρπια 'αφού είναι μαλάκας, ξέχασες πως φέρεται ?, ασ' τον εκεί, μην το πούμε στους άλλους, αν πνιγεί ?, αν πνίγηκε ? , μα...' 
Στην ακτή, φως ήλιου εκτυφλωτικό και μια μεγάλη σκάλα.  Την ανέβαινα για ώρα και είχα λίγο ζαλιστεί. Δεν υπήρχε κανείς απ'τους άλλους μαζί. Ήμουν πολύ ψηλά τώρα. Έβλεπα όλη την πόλη. Από κάτω κενό και μία λίμνη γεμάτη κύκνους ή άσπρες πάπιες, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. 
Δεν είχα ξαναδεί τόσες εκατοντάδες. Τί ωραία ! 
Ακούστηκε ένα τηλέφωνο να χτυπάει αλλά δεν υπήρχε πουθενά τριγύρω. 
Σε ένα δωμάτιο με ξεφτισμένη ταπετσαρία, δύο ξύλινες καρέκλες, έναν μεγάλο καφέ βελούδινο καναπέ και ένα τεράστιο (σαν κτήριο) παράθυρο κάθομαι πάνω στο ξύλινο τραπέζι που είναι μπροστά απ' το παράθυρο και φοράω ένα φόρεμα ζιβάγκο σκούρο πράσινο. Έχω την αίσθηση ενός πάρτυ που τελείωσε όμως δεν υπάρχουν ίχνη του πουθενά. Στο δρόμο φυσάει πολύ βλέπω.
Περιμένω να έρθει το ασανσέρ έξω απ' το δωμάτιο που ήμουν πριν. Κοιτάω δεξιά μου και περιμένει μαζί δίπλα μου μια στρουθοκάμηλος. Χαίρομαι πάρα πολύ που την βλέπω, δεν έχω ξαναδεί από τόσο κοντά. Είναι πολύ όμορφη και ψηλή έχει πολύ αστεία μούρη και τεράστιες βλεφαρίδες. Μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ όταν έρχεται. 
'Μ' αγαπάς ?' με ρωτάει ξαφνικά. Δεν ξέρω τι να πώ και γελάω γιατί η φωνή της είναι αντρική και δεν το περίμενα. Δεν περίμενα καν να μιλάει. Δεν μπορούσα να κρατήσω το γέλιο μου αν και ένιωθα ότι είναι απαράδεκτο αυτό που κάνω.
'Μη γελάς!' είπε τσαντισμένη αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω.
words: y.sk [ C Dec. 2010 ]












Friday, December 24, 2010

book 13 | the cat



photo: y.sk [ C Dec. 2010 ]


hit the ' play ' button:


Τελικά δεν χιόνισε. Έβρεξε. Τόσο πολύ που έπρεπε να τρέξει να κρυφτεί.  Δεν έβλεπε που πήγαινε όταν άνοιξε μια πόρτα για να χωθεί μέσα (ήταν τόσο βρεγμένη που έπρεπε να προστατευθεί, έτρεμε.  Άλλωστε ποτέ δεν κρατάει ομπρέλλα). Ήταν κάτι σαν γραφείο σε ισόγειο σπίτι. Με ανάλαφρη, καλόγουστη, χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Ένας σκύλος γάβγιζε, μια γάτα πηγαινοερχόταν και μετά έκατσε πάνω στο καλοριφέρ της υποδοχής. Ήταν περίπου πέντε άτομα γύρω από ένα τραπέζι, σταμάτησαν να μιλάνε όταν μπήκε μέσα και την κοίταξαν. Δεν ήξερε τί να πει και είπε ' Γειά '. 
Και μετά ' μπορώ να κάτσω λίγο μέχρι να κόψει η βροχή ? '  Οι πέντε κοιτάχτηκαν λίγο με απορία και κάποιος είπε ' κάτσε, ναι, θες καφέ ? '  
' Πολύ ' είπε η δεσποινίδα Μπέλλα και χαμογέλασε.  Έτρεμε αλλά το έκρυβε.  Έκατσε σε ένα ξύλινο πάγκο κοντά σ' ένα καλοριφέρ. Κοντά στο καλοριφέρ της γάτας συγκεκριμένα. 
Οι πέντε συνέχισαν την κουβέντα τους (κανείς δεν σηκώθηκε για τον καφέ)  κάτι έλεγαν για κάποιον που κάτι έκανε σε κάποια συνάντηση και που ήταν αστείο και ξεκαρδίστικαν στα γέλια. Ο ένας από αυτούς όταν γέλαγε έκρυβε με το χέρι του το στόμα του. Γέλαγε συνέχεια αυτός και μίλαγε συνέχεια.  
Απέναντί του καθόταν μια κοπέλα που έκανε ότι τον προσέχει αλλά γέλαγε ασυγχρόνιστα και αυτό την πρόδιδε (στη Μπέλλα, γιατί οι άλλοι τελικά δεν έδιναν και πολύ σημασία ο ένας στον άλλο). 
Μόνο η γάτα παρατηρούσε την Μπέλλα που σήκωνε τα μπατζάκια της γιατί ήταν τόσο πολύ βρεγμένα που την ενοχλούσαν και άφηναν νερά στο πάτωμα.
Μετά χτύπησε ένα τηλέφωνο και κάποιος το σήκωσε και άρχισε να μιλάει και οι υπόλοιποι δε χαμήλωναν τη φωνή τους και συνέχιζαν να μιλάνε λέγοντας συχνότερα από άλλες τις λέξεις : ταινία, μαλάκας, εγώ που. 
Και αυτός που έκρυβε το στόμα του, όλο έλεγε για άλλους που δεν ήταν εκεί ή για κάποιον που ήταν εκεί και πήγε τουαλέτα ή για τον εαυτό του και το βλέμμα του μετά από κάθε φράση αναζητούσε επιβεβαίωση.
Η Μπέλλα δεν μπόρεσε να καταλάβει καθόλου τι έκαναν όλοι αυτοί αλλά προς στιγμήν γέρασε βλέπωντάς τους. 
Μετά σηκώθηκε και είπε ' ευχαριστώ πολύ ' και πήγε προς την πόρτα. 
Άκουσε κάποιους να λένε ' γειά σου ' και κάποιον να λέει ' ωχ! τον καφέ! ' και κάποιον να γελάει.
Κλείνoντας την πόρτα πίσω της έβρεχε μόνο σταγόνες από τα δέντρα και είχε βγεί εκείνος ο συμπαθής χειμωνιάτικος ήλιος.

words: y.sk [ C Dec. 2010 ]









Monday, December 13, 2010

book 12 | ballet

photo:y.sk [ C Dec. 2010 ]




hit the 'play' button:
Η Μπέλλα κατέβαζε τα χειμωνιάτικα απ'τη ντουλάπα. Ο καιρός είπε ότι θα χαλάσει τις επόμενες ημέρες. Η θερμοκρασία θα πέσει πολύ και ίσως χιονίσει.
Κατέβαζε τα χειμωνιάτικα όταν σκέφτηκε πως ήταν πολύ αστεία μικρή όταν προσπαθούσε να μάθει μπαλέτο. Δεν είχε καλή ισορροπία. Ούτε και τώρα είχε, πάνω στη σκάλα με το ένα χέρι τεντωμένο στο πατάρι.
Μετά αναρωτήθηκε που να βρίσκεται η εφηβική της αλληλογραφία. Ίσως στο άλλο σπίτι κάπου. Νόμιζε πως ήταν πολύ ερωτευμένη με έναν συμμαθητή της κάποτε. Τώρα, αν την ρωτήσεις, δεν θυμάται καν τη μυρωδιά του. Αν ήταν, πολύ όπως νόμιζε, θα τη θυμόταν. Θυμάται όμως οτι έγραφαν πολύ ωραία γράμματα ο ένας στον άλλο. 
Το συνήθιζε με τους αγαπημένους της φίλους και φίλες στο σχολείο. Τα γράμματα έκαναν περίπου μία εβδομάδα να πάνε από το κέντρο στα Βριλλήσια ας πούμε. 
Θυμάται πως του είχε γράψει ένα γράμμα με λουλουδάτες σκέψεις και συγνώμες που ο μπαμπάς της δεν την άφηνε να ξενυχτάει παρ' όλο που την άφηνε να κυκλοφορεί μόνη της και να γυρνάει μόνη της σπίτι. 
Δεν την άφηνε όμως να ξενυχτάει κάθε εβδομάδα, γιατί -έλεγε- άμα συνήθιζε στα ξενύχτια θα βαριόταν σύντομα και ίσως άρχιζε να καπνίζει, πράγμα πολύ κακό για την υγεία και το δέρμα των κοριτσιών που θέλουν να παραμείνουν φρέσκα. 
Εκείνος βέβαια κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ο καπνός αγκάλιαζε το πρόσωπό της όταν ήταν στον ίδιο χώρο και ακόμα πιο πολύ όταν την είχε στην αγκαλιά του και ο δίσκος στο πικαπ έπαιζε Μαρινέλα, αλλά αυτό ήταν άλλο θέμα.
Το γράμμα εκείνο λοιπόν, ήταν γεμάτο λουλουδάτες σκέψεις και συγνώμες αλλά και με αγάπες μέχρι το τέλος του κόσμου και ίσως λίγο παραπέρα. Έκανε όμως κάμποσο καιρό να λάβει απάντησή του. Και ούτε στο τηλέφωνο απαντούσε και επίσης δεν βλέπονταν γιατί στο ενδιάμεσο εκείνη είχε αλλάξει σχολείο (μεγάλη ιστορία). 
Κάποιες εβδομάδες μετά, ήταν χειμώνας και έκανε κρύο θυμάται, βγαίνοντας απ΄το σπίτι, είδε τον γνωστό μικρό φάκελλο με τα γνώριμα γράμματα. Τον άνοιξε με φανερή λαχτάρα μιας και δεν υπήρχε κανείς στην είσοδο της πολυκατοικίας.  
' Άμα σου γαμήσω κ' εσένα τίποτα. Σου ζητάω βοήθεια και δεν παίρνεις χαμπάρι. Γαμώ το χ....ό σου μαλακισμένη.' 
Αυτό έγραφε σε ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό σκέτο. 
Πρέπει να έβγαλε κάποιον ήχο τρομάρας τότε (δεν θυμάται καλά), μετά σίγουρα ένιωσε να τις κόβονται τα πόδια, αλλά αμέσως μετά θυμάται ότι ένιωσε κάτι γαλήνιο και οικείο.
Έτσι όπως νιώθεις την αγκαλιά άμα μεγαλώσεις και την καταλάβεις, σκέφτηκε τώρα η Μπέλλα. Και γέλασε. Έτσι όπως ήταν πάνω στη σκάλα της φάνηκε αστείο το μυαλό της. 
Γιατί εκτός απ'όλα αυτά δεν θυμάται τι έγινε μετά με τον συμμαθητή παρά μόνο την τελευταία τυχαία τους συνάντηση  κάποια στιγμή όταν τα σχολεία είχαν τελείωσει πια και το έπαιζαν μεγάλοι. 
Απογοητευτική συνάντηση θυμάται και έτσι δεν έχει πλάκα πια η ανασκόπηση. 
Το άσχημο τώρα είναι ότι δεν βρίσκει την γκρί κουβέρτα την αγαπημένη της και ούτε μπορεί να θυμηθεί που είναι. Και η κατάσταση αρχίζει να σοβαρεύει.
Ώρα να κατέβει απ΄τη σκάλα πριν πέσει.

words: y.sk [ C Dec. 2010 ]



Sunday, December 12, 2010

book 11 | turbobubblemachine



                                                                                                                                                                                   photo: y.sk [ C Dec. 2007 ]  


hit the 'play' button: 














Ήταν Σάββατο όταν είδαν την δεσπονίδα Μπέλλα να κόβει βόλτες στον πεζόδρομο. Μετά,να κάθεται λίγο στο μαρμάρινο τοιχάκι. 
Ο πεζόδρομος, έτσι όπως τον κοίταζε, έμοιαζε απειλιτικός και ωραίος ταυτόχρονα. Είχε πολύ κόσμο. Ήταν γεμάτος κόσμο για την ακρίβεια, σε όλο το μήκος και πλάτος του. Ο κόσμος αυτός πήγαινε πάνω κάτω, πήγαινε προς όλες τις κατευθύνσεις. 
Έτσι όπως κοίταγε τους ανθρώπους, κατά στιγμές νόμιζε πως έρχονται κατά πάνω της και τότε καθόταν στο τοιχάκι και χάζευε τους καθιστούς.
Μια κυρία με πανύψηλα μωβ τακούνια προσπαθούσε να ισορροπήσει στο πλακόστρωτο. Έδειχνε ταλαιπωρημένη από την προσπάθεια, το πρόσωπό της είχε γίνει ροζ και ο κότσος της είχε χαλάσει.
Η Μπέλλα αγχώθηκε λίγο και γύρισε το κεφάλι της απ'την άλλη να μη βλέπει. 
Tότε ένα σύννεφο από ιπτάμενες μπουρμπουλήθρες ήρθε κατά πάνω της. 
Το πρόσωπό της έλαμψε και έβγαλε ένα γαργαλιστό γέλιο όμοιο με του μικρού αγοριού που καθόταν στην αγκαλιά της μαμάς του, που καθόταν δίπλα στην Μπέλλα στο τοιχάκι και που είπε με γλυκιά φωνή αλλά πικρό ύφος στον κύριο που πούλαγε το πιστόλι που έβγαζε τις μπουρμπουλήθρες:  
" Κάνε μας τη χάρη σε παρακαλώ. Φύγε απο' δω να μην το βλέπει. Θα με τρελάνει. Φύγε λέμε."  
Ο κύριος (που ήταν απ'το Πακιστάν μάλλον ή από κάπου εκεί γύρω)  δεν κατάλαβε τίποτα (ήταν προφανές) και έφυγε αφού έβλεπε να μην βγαίνουν λεφτά.
Το αγοράκι έγειρε το κεφάλι του πίσω και κοίταξε τη μαμά του και τις χαμογέλασε διάπλατα. Η μαμά, που είχε όντως πολύ γλυκιά φωνή, του χαμογέλασε και αυτή λιγάκι ένα γέλιο μισό.
Η Μπέλλα άναψε τσιγάρο και άρχισε να τραγουδάει ' χάρτινο το φεγγαράκι'. Δεν κατάλαβε τίποτα (ήταν προφανές).
Σηκώθηκε απ' το τοιχάκι γιατί είχε αρχίσει να παγώνει ο πισινός της. Ξεσκονιζόταν περπατώντας και δεν έβλεπε μπροστά της όταν κουτούλησε κάπου μαλακά. Δεν κατάλαβε που έπεσε παρά μόνο όταν κοίταξε ψηλά και κάνωντας ένα βήμα πίσω είδε μπροστά της ένα γιγάντιο χαμογελαστό hot - dog να της κάνει υπόκλιση.
" Μπέεεεελα? Έι !! Μπέλλααα?? " ακούστηκε μία φωνή από ψηλά. Έψαξε με το βλέμμα της για λίγο και στάθηκε. " Όλα καλαααά ? ", φώναξε η φωνή και μετά είπε και κάτι άλλο που δεν ακούστηκε γιατί ο κόσμος ήταν ακόμα πολύς και η φασαρία μεγάλη.
Η Μπέλλα έσκασε ένα φιλί στον αέρα και έφυγε.

words: y.sk [ C Dec. 2010 ]




Monday, December 6, 2010

book 10 | lifetimecode






      


    













  

book 9 | once upon a time a few hour sleep and a summer day

photo: y.sk [ C Oct. 2010 ]





hit the ' play ' button:


Πρωί. Ζεστά σεντόνια. Η δεσποινίδα Μπέλλα ξυπνάει απότομα, μάλλον απ' την πολλή ζέστη. Στο μυαλό της, εικόνες από τ'όνειρο που έμεινε στη μέση, ανακατεμένες με εικόνες αληθινές της προηγούμενης ημέρας, με σκέψεις που έγιναν εικόνες στον ύπνο της και λόγια που μπήκαν στις εικόνες από μόνα τους. 
Απορεί: όλα αυτά, πόσο γρήγορα γίνονται μέσα σε ύπνο λίγων ωρών και γιατί δεν εξατμίζονται όταν το σώμα ξυπνάει ιδρωμένο για να πάει να κατουρήσει και να πιεί λίγο νερό?
Απορεί αλλά δεν δίνει βάση γιατι ξαναξαπλώνει, παρ'όλο που  μονολογεί " γράψτα. θα τα ξεχάσεις πάλι ! " .
Το μόνο που προλαβαίνει να γράψει είναι ένα μύνημα στον εαυτό της " γράψτα! " και ο ύπνος την ξαναπαίρνει.
Ξαναξυπνάει κάποιες ώρες μετά ιδρωμένη πολύ και με αίσθημα πόνου στις πατούσες της. Ησυχάζει όταν καταλαβαίνει πως δεν έχει πατήσει τίποτα αιχμηρό. Πώς θα μπορούσε άλλωστε αφου ήταν ξαπλωμένη?
Στον  ύπνο της, η Μπέλλα:
περπατάει ξυπόλητη σε σκάλες που ίσως και να γνωρίζει στην πραγματικότητα αλλά στα όνειρα σίγουρα έχει ξαναβρεθεί εκεί. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρει να πεί ούτε σε ποιόν ανήκουν ούτε γιατί βρίσκεται εκεί. Μόνο ότι της είναι οικίες και είναι πάντα ίδιες, λευκές, κυκλικές και πεντακάθαρες. Πάντα, και με ωραίο λευκό φως να έρχεται απ'έξω (τώρα που το ξανασκέφτεται, δεν έχει δει τον εαυτό της ποτέ εκεί νύχτα).
Αυτή τη φορά δεν βιάζεται. Τις κατεβαίνει νυσταγμένη αργά. Ταράζεται ξαφνικά και φωνάζει τρομαγμένη και πονάει. Κάτι πάτησε λίγο πριν το τελευταίο σκαλί. Πονάει και βρίζει και κοιτάει κάτω και βλέπει μικρά κομμάτια από σπασμένο κάτι, σαν γλάστρα. Δεν καταλαβαίνει, είναι πολύ μικρά τα κομμάτια, ίσως κόκκινα, δεν είναι ευδιάκριτο το χρώμα και ούτε τι αντικείμενο ήταν πριν σπάσει μπορεί να καταλάβει κανείς.
" μα που βρέθηκαν αυτά εδώ ? εδώ είναι πάντα πεντακάθαρα και μπαίνω μόνο εγώ " σκέφτεται καθώς σαλιώνει το δάχτυλό της και το βάζει στην μικρή πληγή στην πατούσα της. 
Και ξαναξυπνάει [..ιδρωμένη πολύ και με αίσθημα πόνου..που λέγαμε πριν].
Μετά, χωρίς ίχνος χρονικής τάξης, της έρχεται στο μυαλό σιγά σιγά μια αλλόκοτη μίξη ονείρων και πραγματικότητας.
Περπατάει σ'έναν άγνωστο δρόμο με κόσμο πολύ. Ανάλαφρη. Στο μυαλό της ακούει στίχους και μουσική και το βλέμμα της κολλάει σ'ένα όμορφο ζευγάρι με ένα μικρό αγόρι ανάμεσά τους που αιωρείται και ξεκαρδίζεται στα γέλια που το σηκώνουν στον αέρα καθώς περπατάνε κρατημένοι και οι τρείς απ' τα χέρια. Μετά το ξανακατεβάζουν και το ξανασηκώνουν  και αυτό κάθε φορά ξεκαρδίζεται σα να είναι η πρώτη φορά. Τότε, ακούει τα λόγια του φίλου της που της έλεγε ότι αγόρια γεννάνε οι γυναίκες που έχουν έρθει σε οργασμό τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη και χωρίς να ξέρει αν αυτό είναι αποδεδειγμένο, σκέφτεται στον ύπνο της: 
" πρέπει να το πώ στον Χ. αυτό ".
Έχει αρχίσει να ξυπνάει κανονικά όταν προσπαθεί να θυμηθεί όλες τις εικόνες του ύπνου της. Μα δεν μπορεί. 
Φτιάχνει καφέ, τσιγάρο και ανοίγει το λάπτοπ της να βάλει μουσική. Το έχει πάντα στο shuffle mode (που σημαίνει τυχαία επιλογή), πατάει play και εξαφανίζεται στην κουζίνα.
Μετά από λίγο επιστρέφει και στο σαλόνι ακούγεται " a machine for loving ". Είναι [ ή μάλλον μοιάζει πολύ με ] το τραγούδι που άκουγε στο όνειρο, όταν περπάταγε στον άγνωστο δρόμο, λίγο πριν προσέξει το ζευγάρι. Χαμογελάει συνομωτικά και βρίσκει αδύνατο να καταφέρει να επαναφέρει οποιαδήποτε άλλη εικόνα ή συναίσθημα στη μνήμη της.
Θυμάται στο όνειρο (ή μήπως στην αλήθεια?) να μπαίνει σε πλοιάριο με τον καλό της φίλο, να του λέει 'διάλεξε θέση', αυτός να δείχνει κάπου, να κάθονται και να μιλάνε και να γελάνε και να σοβαρεύουν λίγο και μετά ξαφνικά να φιλιούνται λίγο και μετά να φτάνουν και να σηκώνονται και εκείνη να βλέπει οτι κάθονταν στη σειρά έντεκα, και να ξαναγελάνε και να ξανασοβαρεύουν, σα να΄ναι μόνοι τους. 
Μετά, κοιτάει την ώρα και επανέρχεται στην πραγματικότητα γιατί πρέπει να πάει για κούρεμα και έχει αργήσει πάλι.

words: y.sk [ C Aug. 2009 ]

Friday, December 3, 2010

book 8 | how is this happening?

photo: y.sk [ C Apr. 2009 ]



hit the 'play' button:

"[...] Τώρα περπατούσα στον κήπο. Είχε εκείνο το περίεργο φως όπως ύστερα από μέρα ασταμάτητης βροχής, τότε που βγαίνει ο ήλιος και καθαρίζει ο ουρανός αλλά είναι πολύ αργά για να' χει νόημα. Αφήνει η γη ήχο σαν από στεναγμό και πέφτουν οι τελευταίες σταγόνες από έναν άδειο, ανέφελο ουρανό. Ένας μικρός, τεντώνει τα χέρια και κοιτώντας ψηλά στο γαλάζιο ουρανό, ρωτά τη μητέρα του πως γίνεται αυτό. 
Άι γαμήσου, λέει εκείνη. [...] "

απόσπασμα από Το τέλος [ Σ. Μπέκετ, Πρόζες ]





"[...] I was walking in the garden now. There was this strange light like after a day of endless rain, when the sun comes out and the sky goes clear but it's too late to make sense. The ground leaves a sound like sigh and the last drops drip from an empty, cloudless sky. A little boy reaches out and looking up the blue sky he asks his mother how is this happening.
Fuck you, she says. [...] "

quote from The End [ Samuel Beckett / Short stories ]



photo: y.sk

Thursday, December 2, 2010

book 7 | one day



 words: y.sk  [C Nov. 2009] 






χίτ δε 'πλέι' μπάτονς (νοτ τουγκέδερ):