Wednesday, February 23, 2011

book 18 | a doll in her white robe





hit the ' play ' button:








Στο φαρμακείο, περιμένωντας την σειρά της, η Μπέλλα χάζευε τα ράφια αλλά και τους υπόλοιπους πελάτες.
Μια γιαγιά που καθόταν στο καρεκλάκι της πίεσης της τράβηξε αρχικά την προσοχή. Είχε κατάλευκα μαλλιά πιασμένα χαλαρό κότσο και κράταγε ένα καλογυαλισμένο ξύλινο μπαστούνι. Ήταν πολύ γλυκιά, τα μάτια της έλαμπαν και τα παπούτσια που φόραγε ήταν βαθύ-μπλέ βελούδινες μπαλαρίνες. Βαθύ-μπλέ ήταν και τα σκουλαρίκια της. Ατάραχη και υπομονετική καθόταν και περίμενε και έπαιζε με μια τούφα που έπεφτε στο λαιμό της. Στα χείλη της είχε βάλει απαλό ροδακινί κραγιόν.  Είναι πιθανό να μύριζε πούδρα αν την πλησίαζες.
Κοίταγε την Μπέλλα που κοίταγε τους άλλους και χαμογέλασε, σα να είχε καταλάβει αυτό τον επίμονο μα διακριτικό της εθισμό.
Η Μπέλλα το πρόσεξε και της χαμογέλασε επιστρέφοντας το βλέμμα της βιαστικά στον πάγκο. Είχε υπνωτιστεί απ'την υπάλληλο του φαρμακείου. Μικροκαμωμένη μέσα στην άσπρη της στολή, με τεράστια μάτια. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε χρονών.  Tα ξανθά μαλλιά της ήταν ισιωμένα με απόλυτη προσοχή και ακρίβεια και καμία τρίχα δεν πέταγε. Η βλεφαρίδες της μακριές και γυριστές σαν κατάμαυρες μπούκλες πετάριζαν ελαφρά, σαν με προσοχή για να μη χαλάσουν, σε κάθε υπολογισμένη έκφραση της. Ήταν κυρία του εαυτού της. Δεν τον άφηνε να χαλάσει ότι με κόπο έχτισε πάνω του το πρωί.
Η Μπέλλα την παρατηρούσε τρομαγμένη πλέον.
Αν την αγκαλιάσεις (σκέφτηκε) θα χαλάσει. Και αν την φιλήσεις, θα ξεβάψει. Και τότε, χαλασμένη και ξεβαμμένη θα είναι θλιμμένη (σκέφτηκε) γιατί θα πιστεύει σίγουρα ότι δεν θ'αρέσει σε κανέναν.  
'Οσο σκεφτόταν αυτά...
Η γιαγιά είχε σηκωθεί απ'το καρεκλάκι και η υπάλληλος για να την διευκολύνει είχε βγεί απ' τον πάγκο για να της δώσει τα φάρμακα. 
Η γιαγιά τα έβαλε στην ωραία δερμάτινη τσάντα της  και λέγωντας: " ευχαριστώ ",  άπλωσε το χέρι να της χαϊδέψει το μάγουλο ( και τότε η Μπέλλα αγχώθηκε πολύ στην ιδέα ότι: τώρα θα ξεβάψει ! ). 
Η υπάλληλος οπισθοχώρησε. 
Ευτυχώς. 
words: y.sk [ C Feb. 2011 ]



photo: /www.life.com/image/50701993






Wednesday, February 2, 2011

book 17 | the park


hit the 'play' button:




Τον τελευταίο καιρό, τα πράγματα στην πόλη είναι γκρί. Δεν είναι μόνο το φως του χειμώνα, είναι και τα βλέμματα όλων.  Σε αυτή την πόλη κάποτε χόρευαν όλοι και ο φόβος ερχόταν όταν ήταν η ώρα του, σκέφτηκε η δεσπονίδα Μπέλλα και μελαγχόλησε λίγο. Και μετά θυμήθηκε το πάρκο που την πήγαιναν οι γονείς της μικρή, σχεδόν κάθε Κυριακή. Ήταν μεγάλο και καταπράσινο και μόλις έμπαινες μέσα του άκουγες μόνο τα πουλιά. Ο θόρυβος της πόλης ήταν λίγα μέτρα μακριά κι όμως δεν τον άκουγες και θυμάται ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πως γινόταν αυτό αλλά δεν ρώταγε τους γονείς της γιατί φοβόταν ότι αυτή θα ήταν μια χαζή ερώτηση. Μεγαλώνοντας, έμαθε ότι καμία ερώτηση δεν είναι χαζή. Και ότι δεν ίσχυε βέβαια το ίδιο και για τις απαντήσεις.
Είχε χρόνια να πάει στο πάρκο γιατί ήταν κλειστό και επικίνδυνο, επειδή μάλλον δεν άρεσε σε κανέναν ή γιατί ίσως είχαν άλλες δουλειές και δεν μπορούσαν να ασχοληθούν μαζί του. Αυτό συμβαίνει καιρό εδώ, τώρα που το ξανασκέφτεται, όμως τα ρούχα για σίδερο έχουν παραμαζευτεί και έχουν γίνει βουνά.
Ήταν θυμωμένη από αυτή τη σκέψη. Όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι και επιπλέον το σίδερό της το'χε δανείσει σε μια γειτόνισα που το'χε περισότερο ανάγκη και έτσι σκέφτηκε να πάρει τη Γωγώ να πάνε μια βόλτα. Με τη Γωγώ είναι αχώριστες χρόνια. Καταλαβαίνονται χωρίς προσπάθεια, με ένα βλέμμα.
Έφτιαξε ένα μεγάλο θερμός με καφέ, πήρε και λίγα κουλούρια κανέλλας μαζί και την περίμενε στην πόρτα. Θα περπάταγαν μέχρι το πάρκο παρ' όλο που έκανε κρύο και έριχνε χιονόνερο κατά τόπους. Είχαν όμως όλη τη μέρα δική τους και επίσης είχαν συμφωνήσει ότι δεν βιάζονται. 
Περπάτησαν.
Το πάρκο ήταν εκεί και (μάλλον λόγω κρύου) είχε ελάχιστο κόσμο. Το διέσχισαν όλο για να δουν τις αλλαγές που είχαν αναγγείλει προ καιρού οι εφημερίδες πανηγυρικά. Ήταν πανέμορφο. Πολλά δέντρα και πολλά λουλούδια και τα πουλιά που έλεγαν τα δικά τους, όπως πάντα. Και φως. Αυτό το ωραίο που αρέσει στην Μπέλλα, το φως που δεν επιτίθεται και ξεγλιστράει απ' τα πράσινα φύλλα.
Περπάτησαν αμίλητες για ώρα και χάζευαν. 
Από κάπου ακούγονταν αδύναμα γέλια. Μπροστά τους ένας κύριος σε παγκάκι που γυάλιζε το σαξόφωνό του τους χαμογέλασε καθώς τον προσπέρναγαν και λίγο πιο πέρα πίσω απο ένα δέντρο δύο έφηβοι φιλιόντουσαν σα να μην υπάρχει αύριο. 
Το αγόρι έβαλε δειλά το χέρι του κάτω απ'τη φούστα της κοπέλας και εκείνη τον άφησε. Και του χαμογέλασε.  
" Έρωτας στα χρόνια της χολέρας " σκέφτηκε η Μπέλλα και ένιωσε ωραία, αμήχανα ωραία. 
" 'Ωραία!... " είπε στη Γωγώ " ... ωραία δεν είναι ; ".
Η Γωγώ κούνησε την ουρά της και έτρεξε γρήγορα κυνηγώντας μια μπάλα που από κάπου ξέφυγε.
words: y.sk [C Feb. 2011]


photo: gettyimages