hit the ' play ' button:
Στο φαρμακείο, περιμένωντας την σειρά της, η Μπέλλα χάζευε τα ράφια αλλά και τους υπόλοιπους πελάτες.
Μια γιαγιά που καθόταν στο καρεκλάκι της πίεσης της τράβηξε αρχικά την προσοχή. Είχε κατάλευκα μαλλιά πιασμένα χαλαρό κότσο και κράταγε ένα καλογυαλισμένο ξύλινο μπαστούνι. Ήταν πολύ γλυκιά, τα μάτια της έλαμπαν και τα παπούτσια που φόραγε ήταν βαθύ-μπλέ βελούδινες μπαλαρίνες. Βαθύ-μπλέ ήταν και τα σκουλαρίκια της. Ατάραχη και υπομονετική καθόταν και περίμενε και έπαιζε με μια τούφα που έπεφτε στο λαιμό της. Στα χείλη της είχε βάλει απαλό ροδακινί κραγιόν. Είναι πιθανό να μύριζε πούδρα αν την πλησίαζες.
Κοίταγε την Μπέλλα που κοίταγε τους άλλους και χαμογέλασε, σα να είχε καταλάβει αυτό τον επίμονο μα διακριτικό της εθισμό.
Η Μπέλλα το πρόσεξε και της χαμογέλασε επιστρέφοντας το βλέμμα της βιαστικά στον πάγκο. Είχε υπνωτιστεί απ'την υπάλληλο του φαρμακείου. Μικροκαμωμένη μέσα στην άσπρη της στολή, με τεράστια μάτια. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριανταπέντε χρονών. Tα ξανθά μαλλιά της ήταν ισιωμένα με απόλυτη προσοχή και ακρίβεια και καμία τρίχα δεν πέταγε. Η βλεφαρίδες της μακριές και γυριστές σαν κατάμαυρες μπούκλες πετάριζαν ελαφρά, σαν με προσοχή για να μη χαλάσουν, σε κάθε υπολογισμένη έκφραση της. Ήταν κυρία του εαυτού της. Δεν τον άφηνε να χαλάσει ότι με κόπο έχτισε πάνω του το πρωί.
Η Μπέλλα την παρατηρούσε τρομαγμένη πλέον.
Αν την αγκαλιάσεις (σκέφτηκε) θα χαλάσει. Και αν την φιλήσεις, θα ξεβάψει. Και τότε, χαλασμένη και ξεβαμμένη θα είναι θλιμμένη (σκέφτηκε) γιατί θα πιστεύει σίγουρα ότι δεν θ'αρέσει σε κανέναν.
'Οσο σκεφτόταν αυτά...
Η γιαγιά είχε σηκωθεί απ'το καρεκλάκι και η υπάλληλος για να την διευκολύνει είχε βγεί απ' τον πάγκο για να της δώσει τα φάρμακα.
Η γιαγιά τα έβαλε στην ωραία δερμάτινη τσάντα της και λέγωντας: " ευχαριστώ ", άπλωσε το χέρι να της χαϊδέψει το μάγουλο ( και τότε η Μπέλλα αγχώθηκε πολύ στην ιδέα ότι: τώρα θα ξεβάψει ! ).
Η υπάλληλος οπισθοχώρησε.
Ευτυχώς.
words: y.sk [ C Feb. 2011 ]
photo: /www.life.com/image/50701993 |