Thursday, April 14, 2011

book 19 | vacations


photo: www.ebay.com





Το πρωινό πριν την πτήση της επιστροφής, η δεσποινίδα Μπέλλα περπάτησε στο μικρό δρομάκι που είχε ανακαλύψει  τις τελευταίες ημέρες θέλωντας να πιεί τον τελευταίο καφέ των διακοπών της. Το δρομάκι αυτό ήταν πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία και πίσω απ' το μεγάλο πάρκο και μύριζε καφέ λόγο του μικρού cafe που υπήρχε εκεί και που είχε τις πιο ωραίες ξύλινες καρέκλες. 
Έκανε όμως κρύο και το φως του ήλιου ήταν αδύναμο και παρόλο που λυπόταν που έφευγε, σκέφτηκε πως είναι όντως ώρα να γυρίσει γιατί είχαν αρχίσει να της λείπουν τα πάντα. Ακόμα και αυτά που την είχαν κάνει να φύγει τρέχωντας. Μετά τσαντίστηκε για λίγο όταν σκέφτηκε πόσο λάθος έχουν γίνει όλα στη χώρα της αλλά δεν θέλησε να χαλάσει τη διάθεσή της και ευτυχώς εμφανίστηκε την σωστή στιγμή ο σερβιτόρος με τον λογαριασμό. Της χαμογέλασε καθώς πλήρωνε και τότε ήταν που (χωρίς να σκεφτεί) τον ρώτησε αν μπορεί να αγοράσει μια απ' τις ξύλινες καρέκλες. Ο σερβιτόρος με έκπληξη είπε πως πρέπει να ρωτήσει και ρώτησε και επέστρεψε λέγωντας πως θα της την κάνουν δώρο. Το πως θα την βάλει στο αεροπλάνο δεν της είχε περάσει απ'το μυαλό ούτε όταν ρώτησε, ούτε όταν την κουβαλούσε προς το ξενοδοχείο, ούτε όταν την κοίταξαν παράξενα στη reception.  Μόνο όταν ήρθε το ταξί. Τότε ήταν που ταράχτηκε. Δεν γινόταν να την αφήσει εκεί. Και δεν την άφησε. Το άχρηστο για χρόνια πολυεργαλείο που κουβαλούσε σε όλα τα ταξίδια ξεβίδωσε μία μία τις βίδες, η καρέκλα έγινε κομμάτια και αυτά χώθηκαν σε κάθε κενό των αποσκευών της. Το πρόσωπό της έλαμψε, ο ταξιτζής γέλασε και ξεκίνησαν. Την ρώτησε από που είναι, του είπε απ' την Ελλάδα, την ρώτησε αν είναι όντως τόσο σκατά τα πράγματα εκεί, του είπε ναι είναι πολύ άσχημα, της είπε έχω έρθει και μ'άρεσε πολύ το φώς, του είπε κ' εμένα γι'αυτό επιστρέφω. Όταν έφτασαν στο αεροδρόμιο και καθώς την βοήθαγε με τις βαλίτσες, της είπε μην ανησυχείς θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα, του είπε το ξέρω. Και μετά έφυγε.
Στην πτήση σκεφτόταν διάφορα αλλά κυρίως ότι το ψυγείο της είναι άδειο. Υπολόγισε πως θα προλάβει το super market μόνο αν δεν υπάρξουν καθυστερήσεις ούτε από εκείνη ούτε απ' τα μέσα μεταφοράς. Καθυστερήσεις δεν υπήρξαν και όταν έφτασε ήταν ακόμα ημέρα. Βγαίνωντας βιαστικά απ'το ταξί, ο κύριος Τάσος (ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου κάτω απ'την πολυκατοικία της ) ήταν όπως πάντα έξω απ'το μαγαζί του. 
Καλώς ήρθες Μπέλλα, της είπε, πάλι τρέχεις? Πρέπει να προλάβω το super market του είπε. 
Θα προλάβεις, άλλαξε η ώρα, κλείνουν αργότερα, μην τρέχεις.
Εντάξει, ψιθύρισε και του χαμογέλασε.
Μισή ώρα μετά, στο super market, η Μπέλλα με τα ψώνια της περιμένει στο ταμείο και χαζεύει. Μπροστά της μια μαμά με την κόρη της (όχι πάνω από 5 χρονών) και ένα καρότσι γεμάτο μέχρι πάνω. Απέναντί τους οι φυμέ συρόμενες πόρτες που ανοιγοκλείνουν. Η μικρή δείχνει προς αυτές και λέει μαμά άντε πάμε εκεί που έχει μέρα? Η μαμά βάζει τα πράγματα στο ταμείο, δεν πολυκαταλαβαίνει και συνεχίζει χωρίς να απαντήσει. Μετά από 10 δευτερόλεπτα η μικρή ξαναλέει μαμά άντε πάμε εκεί που έχει μέρα? Η μαμά την κοιτάει. Η μικρή συνεχίζει να το λέει κάθε φορά που οι πόρτες ανοίγουν. Η μαμά την μαλώνει και η μικρή επιμένει: μαμά άντε τελείωνε, πάμε εκεί που έχει μέρα? και συνεχίζει μέχρι να φτάσουν στις πόρτες. 
Όταν εκείνες ανοίγουν, η μικρή πηδάει έξω και αρχίζει να χοροπηδάει.
Η δεσποινίδα Μπέλλα γύρισε.
      words: y.sk [ C Apr. 2011 ]


photo: y.sk [ C Sept. 2010 ]












  



No comments:

Post a Comment