Η Μπέλλα κατέβαζε τα χειμωνιάτικα απ'τη ντουλάπα. Ο καιρός είπε ότι θα χαλάσει τις επόμενες ημέρες. Η θερμοκρασία θα πέσει πολύ και ίσως χιονίσει.
Κατέβαζε τα χειμωνιάτικα όταν σκέφτηκε πως ήταν πολύ αστεία μικρή όταν προσπαθούσε να μάθει μπαλέτο. Δεν είχε καλή ισορροπία. Ούτε και τώρα είχε, πάνω στη σκάλα με το ένα χέρι τεντωμένο στο πατάρι.
Μετά αναρωτήθηκε που να βρίσκεται η εφηβική της αλληλογραφία. Ίσως στο άλλο σπίτι κάπου. Νόμιζε πως ήταν πολύ ερωτευμένη με έναν συμμαθητή της κάποτε. Τώρα, αν την ρωτήσεις, δεν θυμάται καν τη μυρωδιά του. Αν ήταν, πολύ όπως νόμιζε, θα τη θυμόταν. Θυμάται όμως οτι έγραφαν πολύ ωραία γράμματα ο ένας στον άλλο.
Το συνήθιζε με τους αγαπημένους της φίλους και φίλες στο σχολείο. Τα γράμματα έκαναν περίπου μία εβδομάδα να πάνε από το κέντρο στα Βριλλήσια ας πούμε.
Θυμάται πως του είχε γράψει ένα γράμμα με λουλουδάτες σκέψεις και συγνώμες που ο μπαμπάς της δεν την άφηνε να ξενυχτάει παρ' όλο που την άφηνε να κυκλοφορεί μόνη της και να γυρνάει μόνη της σπίτι.
Δεν την άφηνε όμως να ξενυχτάει κάθε εβδομάδα, γιατί -έλεγε- άμα συνήθιζε στα ξενύχτια θα βαριόταν σύντομα και ίσως άρχιζε να καπνίζει, πράγμα πολύ κακό για την υγεία και το δέρμα των κοριτσιών που θέλουν να παραμείνουν φρέσκα.
Εκείνος βέβαια κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ο καπνός αγκάλιαζε το πρόσωπό της όταν ήταν στον ίδιο χώρο και ακόμα πιο πολύ όταν την είχε στην αγκαλιά του και ο δίσκος στο πικαπ έπαιζε Μαρινέλα, αλλά αυτό ήταν άλλο θέμα.
Το γράμμα εκείνο λοιπόν, ήταν γεμάτο λουλουδάτες σκέψεις και συγνώμες αλλά και με αγάπες μέχρι το τέλος του κόσμου και ίσως λίγο παραπέρα. Έκανε όμως κάμποσο καιρό να λάβει απάντησή του. Και ούτε στο τηλέφωνο απαντούσε και επίσης δεν βλέπονταν γιατί στο ενδιάμεσο εκείνη είχε αλλάξει σχολείο (μεγάλη ιστορία).
Κάποιες εβδομάδες μετά, ήταν χειμώνας και έκανε κρύο θυμάται, βγαίνοντας απ΄το σπίτι, είδε τον γνωστό μικρό φάκελλο με τα γνώριμα γράμματα. Τον άνοιξε με φανερή λαχτάρα μιας και δεν υπήρχε κανείς στην είσοδο της πολυκατοικίας.
' Άμα σου γαμήσω κ' εσένα τίποτα. Σου ζητάω βοήθεια και δεν παίρνεις χαμπάρι. Γαμώ το χ....ό σου μαλακισμένη.'
Αυτό έγραφε σε ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό σκέτο.
Πρέπει να έβγαλε κάποιον ήχο τρομάρας τότε (δεν θυμάται καλά), μετά σίγουρα ένιωσε να τις κόβονται τα πόδια, αλλά αμέσως μετά θυμάται ότι ένιωσε κάτι γαλήνιο και οικείο.
Έτσι όπως νιώθεις την αγκαλιά άμα μεγαλώσεις και την καταλάβεις, σκέφτηκε τώρα η Μπέλλα. Και γέλασε. Έτσι όπως ήταν πάνω στη σκάλα της φάνηκε αστείο το μυαλό της.
Γιατί εκτός απ'όλα αυτά δεν θυμάται τι έγινε μετά με τον συμμαθητή παρά μόνο την τελευταία τυχαία τους συνάντηση κάποια στιγμή όταν τα σχολεία είχαν τελείωσει πια και το έπαιζαν μεγάλοι.
Απογοητευτική συνάντηση θυμάται και έτσι δεν έχει πλάκα πια η ανασκόπηση.
Το άσχημο τώρα είναι ότι δεν βρίσκει την γκρί κουβέρτα την αγαπημένη της και ούτε μπορεί να θυμηθεί που είναι. Και η κατάσταση αρχίζει να σοβαρεύει.
Ώρα να κατέβει απ΄τη σκάλα πριν πέσει.
words: y.sk [ C Dec. 2010 ]
No comments:
Post a Comment