Friday, December 24, 2010

book 13 | the cat



photo: y.sk [ C Dec. 2010 ]


hit the ' play ' button:


Τελικά δεν χιόνισε. Έβρεξε. Τόσο πολύ που έπρεπε να τρέξει να κρυφτεί.  Δεν έβλεπε που πήγαινε όταν άνοιξε μια πόρτα για να χωθεί μέσα (ήταν τόσο βρεγμένη που έπρεπε να προστατευθεί, έτρεμε.  Άλλωστε ποτέ δεν κρατάει ομπρέλλα). Ήταν κάτι σαν γραφείο σε ισόγειο σπίτι. Με ανάλαφρη, καλόγουστη, χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Ένας σκύλος γάβγιζε, μια γάτα πηγαινοερχόταν και μετά έκατσε πάνω στο καλοριφέρ της υποδοχής. Ήταν περίπου πέντε άτομα γύρω από ένα τραπέζι, σταμάτησαν να μιλάνε όταν μπήκε μέσα και την κοίταξαν. Δεν ήξερε τί να πει και είπε ' Γειά '. 
Και μετά ' μπορώ να κάτσω λίγο μέχρι να κόψει η βροχή ? '  Οι πέντε κοιτάχτηκαν λίγο με απορία και κάποιος είπε ' κάτσε, ναι, θες καφέ ? '  
' Πολύ ' είπε η δεσποινίδα Μπέλλα και χαμογέλασε.  Έτρεμε αλλά το έκρυβε.  Έκατσε σε ένα ξύλινο πάγκο κοντά σ' ένα καλοριφέρ. Κοντά στο καλοριφέρ της γάτας συγκεκριμένα. 
Οι πέντε συνέχισαν την κουβέντα τους (κανείς δεν σηκώθηκε για τον καφέ)  κάτι έλεγαν για κάποιον που κάτι έκανε σε κάποια συνάντηση και που ήταν αστείο και ξεκαρδίστικαν στα γέλια. Ο ένας από αυτούς όταν γέλαγε έκρυβε με το χέρι του το στόμα του. Γέλαγε συνέχεια αυτός και μίλαγε συνέχεια.  
Απέναντί του καθόταν μια κοπέλα που έκανε ότι τον προσέχει αλλά γέλαγε ασυγχρόνιστα και αυτό την πρόδιδε (στη Μπέλλα, γιατί οι άλλοι τελικά δεν έδιναν και πολύ σημασία ο ένας στον άλλο). 
Μόνο η γάτα παρατηρούσε την Μπέλλα που σήκωνε τα μπατζάκια της γιατί ήταν τόσο πολύ βρεγμένα που την ενοχλούσαν και άφηναν νερά στο πάτωμα.
Μετά χτύπησε ένα τηλέφωνο και κάποιος το σήκωσε και άρχισε να μιλάει και οι υπόλοιποι δε χαμήλωναν τη φωνή τους και συνέχιζαν να μιλάνε λέγοντας συχνότερα από άλλες τις λέξεις : ταινία, μαλάκας, εγώ που. 
Και αυτός που έκρυβε το στόμα του, όλο έλεγε για άλλους που δεν ήταν εκεί ή για κάποιον που ήταν εκεί και πήγε τουαλέτα ή για τον εαυτό του και το βλέμμα του μετά από κάθε φράση αναζητούσε επιβεβαίωση.
Η Μπέλλα δεν μπόρεσε να καταλάβει καθόλου τι έκαναν όλοι αυτοί αλλά προς στιγμήν γέρασε βλέπωντάς τους. 
Μετά σηκώθηκε και είπε ' ευχαριστώ πολύ ' και πήγε προς την πόρτα. 
Άκουσε κάποιους να λένε ' γειά σου ' και κάποιον να λέει ' ωχ! τον καφέ! ' και κάποιον να γελάει.
Κλείνoντας την πόρτα πίσω της έβρεχε μόνο σταγόνες από τα δέντρα και είχε βγεί εκείνος ο συμπαθής χειμωνιάτικος ήλιος.

words: y.sk [ C Dec. 2010 ]









No comments:

Post a Comment